προσκαταγράφω

προσκαταγράφω
Α
καταγράφω επί πλέον («προσκαταγραφέντες βουλευταί»
[σε συμβούλιο ή σύνοδο] καταγραφέντες, εγγραφέντες ως νέοι βουλευτές, Διον. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”